Αν και τα Καραισκάκεια δεν είναι πλέον θέμα της επικαιρότητας, εντούτοις αξίζει να κάνουμε μια αναφορά στο περιοδικό Επίκαιρα Αιτωλοακαρνανίας που ήταν το μόνο ίσως έντυπο μέσο του νομού που τα προέβαλλε σε τόσο βαθμό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τα Επίκαιρα καλύψαν την εκδήλωση αυτή!Εμείς πάντως μέσα από το μικρό αυτό βήμα, το ιστολόγιο μας, οφείλουμε να σας ενημερώνουμε για τα αφιερώματα στο τοπικό τύπο και αφορούν τον δήμο μας. Το ρεπορτάζ των Επίκαιρων , που συνοδεύτεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό στην έκδοση του, έχει ως εξής:
Τι συμβαίνει κάθε Αύγουστο στον Άη- Βλάση Δήμου Παρακαμπυλίων;
Ένα ολόκληρο χωριό παίζει στο θέατρο!
Μη φανταστείτε ότι πρόκειται για επαγγελματίες ηθοποιούς, είναι άνθρωποι κάθε ηλικίας από κάθε γωνιά του δήμου, άντρες, γυναίκες και παιδιά που τους ενώνει το μεράκι και η αγάπη για την τοπική ιστορία. Εκατό δημότες φέτος άφησαν για λίγο τις δουλειές τους και την καλοκαιρινή άδεια για να συμμετάσχουν σε ένα ιερό χρέος να πάρουν δηλαδή μέρος σε μία θεατρική αναπαράσταση μάχης ζώντας έτσι κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Ένα χιλιόμετρο πάνω από τον Άγιο Βλάση στα σύνορα με το δημοτικό διαμέρισμα Χούνης, σε υψόμετρο 1000 μ., σε ένα φυσικό οχυρό με μεγάλα λιθάρια που οι ντόπιοι ονομάζουν Ταμπούρια του Καραϊσκάκη, ζωντανεύει μια σελίδα της νεότερης ιστορίας.
Στα 1823, μια ομάδα Τουρκαλβανών, απελπισμένη από την ατυχή έκβαση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου, κατευθύνθηκε προς το βόρειο τμήμα του Αχελώου προκειμένου να διαβεί το ποτάμι και να περάσει στην Ήπειρο με σκοπό τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων του που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Εκεί προς μεγάλη τους έκπληξη ο καπετάνιος των Αγράφων, τότε, Γεώργιος Καραϊσκάκης αρνείται τις προσφορές τους και στήνει πόλεμο μαζί τους που καταλήγει στην ολοκληρωτική πανωλεθρία των Τούρκων.
Η ιστορία αποτυπώνει τη μάχη της Κορομηλιάς με το δικό της τρόπο ωστόσο η συνείδηση της τοπικής ιστορίας φύλαξε ακέραιο μέσα της το γεγονός, που από γενιά σε γενιά πήρε τις διαστάσεις ενός ζωντανού θρύλου.
Για χρόνια στον φυσικό χώρο της μάχης, τελούνταν μνημόσυνο για τις ελληνικές ψυχές που θυσίασαν τη ζωή τους στον αγώνα για τη λευτεριά ώσπου 180 χρόνια αργότερα το διατηρημένο υλικό της μνήμης επαναστατεί στις συνειδήσεις των νεότερων κληρονόμων -αρκετοί φέρουν το ίδιο επώνυμο και όνομα με τους ήρωες- και αναβλύζει αβίαστα σαν θεατρικό δρώμενο που με τα χρόνια πήρε τη μορφή ενός ολοκληρωμένου θεατρικού έργου.
Ο Γιώργος Ζησιμόπουλος ένας από τους βασικούς συμμετέχοντες θυμάται:
«Καμάρωνα για τον ήρωά μου. Τριγύριζα στην περιοχή κι έψαχνα για βόλια, απομεινάρια της μάχης. Στη φαντασία μου ο μύθος θέριευε. Έψαχνα ακόμα να βρω γιαταγάνια και καριοφίλια, ένα σημάδι απ’ τον ήρωα, στον αγιασμένο τόπο της μάχης. Είχα γίνει ενήλικος και οικογενειάρχης, όταν σε κάποια τέτοια επιμνημόσυνη δέηση το 1997, εξομολογήθηκα σ’ ένα φίλο μου, τον Σπύρο Ρεκατσίνη, ότι θέλω να προσκυνήσω τον ήρωα Καραϊσκάκη με το δικό μου τρόπο. Έτσι πρωί πρωί, ντυμένος με φουστανέλα και καβαλάρης πήγα να τιμήσω τον ήρωά μου όπως ένοιωθα. Σαν ένα από τα παλικάρια του στη μάχη της Κορομηλιάς. Εκείνο το ιδιότυπο προσκύνημα, έγινε «τρέλα» και μετά έθιμο και παράδοση».
Ήταν πριν δέκα χρόνια που τα δύο νέα παιδιά καβάλα στα περήφανα άλογα τους, διασχίζουν το ιστορικό μέρος κάνοντας μια αυθόρμητη πατριωτική εμφάνιση.
Το μικρό δρώμενο τράβηξε τα βλέμματα των παρισταμένων. Την επόμενη χρονιά (1998) κάνουν την ίδια εμφάνιση ντυμένοι ο ένας Τούρκος κι ο άλλος Έλληνας (αυτή τη φορά ο Κώστας Κοντογιώργος και ο Γιώργος Ζησιμόπουλος).
Το δρώμενο πλουτίζεται με αυτοσχέδιες χειρονομίες και λόγια, αρέσει, προκαλεί εντύπωση και τις επόμενες χρονιές το περιμένουν όλοι.
Το 2001 το δρώμενο απρόβλεπτα γίνεται πια δράση με αρχή, μέση και τέλος. Μια παρέα τριαντάρηδων, συστρατεύονται κυριολεκτικά να δώσουν το δυνατό χτύπημα για την αφύπνιση της μνήμης σε καιρούς που όλοι νομίζουμε πως μας πήρε ο καταναλωτικός κατήφορος και η ισοπέδωση της παγκοσμιοποίησης.
Η Βάια Σπυρέλη, εκπαιδευτικός και θεατρολόγος, αναλαμβάνει να «σκηνοθετήσει» την απόπειρα. Γράφει το σενάριο αξιοποιώντας την Ιστορική και προφορική Μνήμη. Μοιράζονται οι ρόλοι και το έργο σκηνοθετείται στο φυσικό τοπίο. Τους πρωταγωνιστές πλαισιώνουν 70-80 άτομα κάθε ηλικίας, μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενοι, ενήλικες, συνταξιούχοι. Άνδρες, γυναίκες δημότες ετεροδημότες μπαίνουν στο πανηγύρι της Μνήμης ενθουσιώδεις και μεταφέρουν τον ενθουσιασμό στον κόσμο.
Οι πολυάριθμοι θεατές καταλαμβάνουν την απέναντι πλαγιά από το ύψωμα και εκεί παραδομένοι στην επιβλητικότητα του τοπίου χάνουν τα όρια του χρόνου την ώρα που ο τόπος ζωντανεύει από τις μνήμες:
Ένα πλήθος γυναικόπαιδα ξεπετάγεται από όλες τις κατευθύνσεις σέρνοντας τα παιδιά και τους γέροντες αλαλάζοντας από τον τρόμο την ώρα που οι Τουρκαλβανοί λεηλατούν το χωριό.
Στην ιστορική αναμέτρηση Χανζημπέντου- Καραϊσκάκη. Η μάχη, οι καπνοί, η ομαδική φυγή των Τούρκων προς τον Αχελώο ποταμό.
Οι γυναίκες γίνονται η φωνή του Σολωμού, που τραγουδάει τον πνιγμό τους στα ορμητικά νερά του ποταμού, καθώς το μάτι του θεατή απολαμβάνει στον ορίζοντα τα γεωγραφικά σημεία που αναφέρονται στην αφήγηση.
Από το 2001, το πανηγύρι της αναπαράσταση συνεχίζεται, ενώ κάθε χρόνο εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία. Εφέτος ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης, ο Πάνος Παπαϊωάννου, με τη συνδρομή του ηθοποιού Γιώργου Κοντού και την μουσική της Ίλιας Κοντού, έδωσε τη δική του ιδιαίτερη οπτική στο θέαμα.
Μετά από οχτώ χρόνια η αναπαράσταση είναι πλέον θεσμός. Αλλά χρειάζεται τη στήριξη όλων των αρμόδιων φορέων. Δεν αφορά μόνο την ενθουσιώδη ομάδα των εθελοντών στη μικρή γωνιά του Δήμου Παρακαμπυλίων. Αυτό το μεγαλείο αξίζει να βγει από τα όρια του δήμου, να γίνει πολιτιστικό αγαθό όλου του νομού. Να αγγίξει τη συνείδηση κάθε Έλληνα.
Τι συμβαίνει κάθε Αύγουστο στον Άη- Βλάση Δήμου Παρακαμπυλίων;
Ένα ολόκληρο χωριό παίζει στο θέατρο!
Μη φανταστείτε ότι πρόκειται για επαγγελματίες ηθοποιούς, είναι άνθρωποι κάθε ηλικίας από κάθε γωνιά του δήμου, άντρες, γυναίκες και παιδιά που τους ενώνει το μεράκι και η αγάπη για την τοπική ιστορία. Εκατό δημότες φέτος άφησαν για λίγο τις δουλειές τους και την καλοκαιρινή άδεια για να συμμετάσχουν σε ένα ιερό χρέος να πάρουν δηλαδή μέρος σε μία θεατρική αναπαράσταση μάχης ζώντας έτσι κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Ένα χιλιόμετρο πάνω από τον Άγιο Βλάση στα σύνορα με το δημοτικό διαμέρισμα Χούνης, σε υψόμετρο 1000 μ., σε ένα φυσικό οχυρό με μεγάλα λιθάρια που οι ντόπιοι ονομάζουν Ταμπούρια του Καραϊσκάκη, ζωντανεύει μια σελίδα της νεότερης ιστορίας.
Στα 1823, μια ομάδα Τουρκαλβανών, απελπισμένη από την ατυχή έκβαση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου, κατευθύνθηκε προς το βόρειο τμήμα του Αχελώου προκειμένου να διαβεί το ποτάμι και να περάσει στην Ήπειρο με σκοπό τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων του που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Εκεί προς μεγάλη τους έκπληξη ο καπετάνιος των Αγράφων, τότε, Γεώργιος Καραϊσκάκης αρνείται τις προσφορές τους και στήνει πόλεμο μαζί τους που καταλήγει στην ολοκληρωτική πανωλεθρία των Τούρκων.
Η ιστορία αποτυπώνει τη μάχη της Κορομηλιάς με το δικό της τρόπο ωστόσο η συνείδηση της τοπικής ιστορίας φύλαξε ακέραιο μέσα της το γεγονός, που από γενιά σε γενιά πήρε τις διαστάσεις ενός ζωντανού θρύλου.
Για χρόνια στον φυσικό χώρο της μάχης, τελούνταν μνημόσυνο για τις ελληνικές ψυχές που θυσίασαν τη ζωή τους στον αγώνα για τη λευτεριά ώσπου 180 χρόνια αργότερα το διατηρημένο υλικό της μνήμης επαναστατεί στις συνειδήσεις των νεότερων κληρονόμων -αρκετοί φέρουν το ίδιο επώνυμο και όνομα με τους ήρωες- και αναβλύζει αβίαστα σαν θεατρικό δρώμενο που με τα χρόνια πήρε τη μορφή ενός ολοκληρωμένου θεατρικού έργου.
Ο Γιώργος Ζησιμόπουλος ένας από τους βασικούς συμμετέχοντες θυμάται:
«Καμάρωνα για τον ήρωά μου. Τριγύριζα στην περιοχή κι έψαχνα για βόλια, απομεινάρια της μάχης. Στη φαντασία μου ο μύθος θέριευε. Έψαχνα ακόμα να βρω γιαταγάνια και καριοφίλια, ένα σημάδι απ’ τον ήρωα, στον αγιασμένο τόπο της μάχης. Είχα γίνει ενήλικος και οικογενειάρχης, όταν σε κάποια τέτοια επιμνημόσυνη δέηση το 1997, εξομολογήθηκα σ’ ένα φίλο μου, τον Σπύρο Ρεκατσίνη, ότι θέλω να προσκυνήσω τον ήρωα Καραϊσκάκη με το δικό μου τρόπο. Έτσι πρωί πρωί, ντυμένος με φουστανέλα και καβαλάρης πήγα να τιμήσω τον ήρωά μου όπως ένοιωθα. Σαν ένα από τα παλικάρια του στη μάχη της Κορομηλιάς. Εκείνο το ιδιότυπο προσκύνημα, έγινε «τρέλα» και μετά έθιμο και παράδοση».
Ήταν πριν δέκα χρόνια που τα δύο νέα παιδιά καβάλα στα περήφανα άλογα τους, διασχίζουν το ιστορικό μέρος κάνοντας μια αυθόρμητη πατριωτική εμφάνιση.
Το μικρό δρώμενο τράβηξε τα βλέμματα των παρισταμένων. Την επόμενη χρονιά (1998) κάνουν την ίδια εμφάνιση ντυμένοι ο ένας Τούρκος κι ο άλλος Έλληνας (αυτή τη φορά ο Κώστας Κοντογιώργος και ο Γιώργος Ζησιμόπουλος).
Το δρώμενο πλουτίζεται με αυτοσχέδιες χειρονομίες και λόγια, αρέσει, προκαλεί εντύπωση και τις επόμενες χρονιές το περιμένουν όλοι.
Το 2001 το δρώμενο απρόβλεπτα γίνεται πια δράση με αρχή, μέση και τέλος. Μια παρέα τριαντάρηδων, συστρατεύονται κυριολεκτικά να δώσουν το δυνατό χτύπημα για την αφύπνιση της μνήμης σε καιρούς που όλοι νομίζουμε πως μας πήρε ο καταναλωτικός κατήφορος και η ισοπέδωση της παγκοσμιοποίησης.
Η Βάια Σπυρέλη, εκπαιδευτικός και θεατρολόγος, αναλαμβάνει να «σκηνοθετήσει» την απόπειρα. Γράφει το σενάριο αξιοποιώντας την Ιστορική και προφορική Μνήμη. Μοιράζονται οι ρόλοι και το έργο σκηνοθετείται στο φυσικό τοπίο. Τους πρωταγωνιστές πλαισιώνουν 70-80 άτομα κάθε ηλικίας, μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενοι, ενήλικες, συνταξιούχοι. Άνδρες, γυναίκες δημότες ετεροδημότες μπαίνουν στο πανηγύρι της Μνήμης ενθουσιώδεις και μεταφέρουν τον ενθουσιασμό στον κόσμο.
Οι πολυάριθμοι θεατές καταλαμβάνουν την απέναντι πλαγιά από το ύψωμα και εκεί παραδομένοι στην επιβλητικότητα του τοπίου χάνουν τα όρια του χρόνου την ώρα που ο τόπος ζωντανεύει από τις μνήμες:
Ένα πλήθος γυναικόπαιδα ξεπετάγεται από όλες τις κατευθύνσεις σέρνοντας τα παιδιά και τους γέροντες αλαλάζοντας από τον τρόμο την ώρα που οι Τουρκαλβανοί λεηλατούν το χωριό.
Στην ιστορική αναμέτρηση Χανζημπέντου- Καραϊσκάκη. Η μάχη, οι καπνοί, η ομαδική φυγή των Τούρκων προς τον Αχελώο ποταμό.
Οι γυναίκες γίνονται η φωνή του Σολωμού, που τραγουδάει τον πνιγμό τους στα ορμητικά νερά του ποταμού, καθώς το μάτι του θεατή απολαμβάνει στον ορίζοντα τα γεωγραφικά σημεία που αναφέρονται στην αφήγηση.
Από το 2001, το πανηγύρι της αναπαράσταση συνεχίζεται, ενώ κάθε χρόνο εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία. Εφέτος ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης, ο Πάνος Παπαϊωάννου, με τη συνδρομή του ηθοποιού Γιώργου Κοντού και την μουσική της Ίλιας Κοντού, έδωσε τη δική του ιδιαίτερη οπτική στο θέαμα.
Μετά από οχτώ χρόνια η αναπαράσταση είναι πλέον θεσμός. Αλλά χρειάζεται τη στήριξη όλων των αρμόδιων φορέων. Δεν αφορά μόνο την ενθουσιώδη ομάδα των εθελοντών στη μικρή γωνιά του Δήμου Παρακαμπυλίων. Αυτό το μεγαλείο αξίζει να βγει από τα όρια του δήμου, να γίνει πολιτιστικό αγαθό όλου του νομού. Να αγγίξει τη συνείδηση κάθε Έλληνα.
1 σχόλιο:
Μπράβο παιδιά . Συνεχίστε δυναμικά . Να είστε σύγουροι οτι στα πολιτιστικά δρώμενα θα είμαστε μόνοι μας. Δέν περισεύουν από τους Αγίους Εφραίμ του Βατοπαιδίου
ότι κάνουμε ωρέ θα το κάνουμε μαναχοί μας Γ. Καραϊσκάκης]
Δημοσίευση σχολίου